Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2009

ΑΛΜΠΕΡ ΚΑΜΥ (ΜΙΚΡΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ)


Ο Καμύ γεννήθηκε στις 7 Νοεμβρίου του 1913 και μεγάλωσε στην Μπελκούρ, σε μια φτωχή περιοχή στην Αλγερία όπου το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού ήταν Γάλλοι.Γιος ενός φτωχού οινοαποθηκάριου που σκοτώθηκε στα χαρακώματα του Α΄ παγκοσμίου πολέμου και μιας υπηρέτριας, με μια παιδική ηλικία γεμάτη στερήσεις και ένδεια, προσβεβλημένος με μια φυματίωση από τα μαθητικά του χρόνια που θα τον ταλαιπωρήσει για όλη του τη ζωή.

Ένθερμος υποστηρικτής μιας λαϊκής επανάστασης, διαγραμμένος από το κομμουνιστικό κόμμα Αλγερίας, παράτολμος φιλόσοφος και παθιασμένος δημοσιογράφος, πεισματάρης ουμανιστής, αυστηρός και αισθησιακός, συγγραφέας και λάτρης του αλκοόλ και των γυναικών, μια καθάρια προσωπικότητα που μαχόταν ενάντια στα μαζικά και τερατώδη γεγονότα εκείνης της εποχής. Το σκεπτικό του «η εξέγερση είναι μέρος της ανθρώπινης φύσης. Αποδοχή ή εξέγερση, έτσι κι αλλιώς ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη ζωή» μαρτυρά τον επαναστατικό του χαρακτήρα.
Έδωσε την απάντηση στο θεμελιώδες ερώτημα της φιλοσοφίας «αν τη ζωή αξίζει να τη ζει κανείς ή όχι» με την ταραχώδη ζωή του και το έργο του, που τον οδήγησαν από τις φτωχογειτονιές του Αλγερίου στο Νόμπελ λογοτεχνίας του 1958.
Φοιτητής φιλοσοφίας στο Αλγέρι, μελετά τον Χέγκελ και τον Άγιο Αυγουστίνο, ανεβάζει θεατρικές παραστάσεις με ερασιτέχνες ηθοποιούς και γράφει θεατρικά που προπαγανδίζουν την Κοινωνική Επανάσταση όπως την «Εξέγερση στις Αστούριες».
Καθώς ξεσπάει η Ισπανική Επανάσταση και ο Φασισμός κερδίζει έδαφος στην Ευρώπη, ο Καμύ ταξιδεύει, δημοσιογραφεί υπέρ των φτωχών αυτοχθόνων της Αλγερίας και γράφεται στο κομμουνιστικό κόμμα για να διαγραφεί λίγο μετά ως «τροτσκιστής προβοκάτορας», λόγω των άρθρων του κατά του πολέμου.
Διαβάζει Νίτσε και του γεννιέται η ιδέα να γράψει τον «Μύθο του Σίσυφου». Ένας καθημερινός καβγάς αποίκων με Άραβες στην πόλη Οράν του δίνει την ιδέα και γράφει τον «Ξένο». Κατά την διάρκεια του πολέμου βρίσκεται στο Παρίσι και συμμετέχει στην Αντίσταση ως συντάκτης της παράνομης «Compat». Βιώνει τον πόλεμο και την Αντίσταση και γράφει την «Πανούκλα» ως υποχρέωση αντίστασης του ανθρώπου σε κάθε είδους ολοκληρωτισμό. Τον χειμώνα του 1941, γράφει το θεατρικό «Καλιγούλας» και την «Πτώση», ενώ ανάμεσα στις σκέψεις του στο κατεχόμενο από τους ναζί Παρίσι μονολογεί και γράφει: «Μέχρι τώρα ήξερα τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου και πάντα το έκανα. Τώρα έχω την εντύπωση πως χάνω το παιχνίδι. Νοιώθω πως κάτι με κατατρώει, πως με βάζει σε μια γυάλα, πως σιγά-σιγά με κυριεύει, σαν να χάνω όλη μου τη ζωή –απλώς λόγω εξάντλησης, όπως αν εγκατέλειπα σε έναν αγώνα πυγμαχίας».Μετά την απελευθέρωση είναι διάσημος ως συγγραφέας αλλά απομονωμένος από πολιτικές ομάδες και λογοτεχνικούς κύκλους. Γράφει ένα από τα πιο σπουδαία έργα του «Ο Επαναστατημένος Άνθρωπος», δεν ανήκει σε κανένα κόμμα, αρνείται κάθε σχέση με τους υπαρξιστές και πολιτικά απορρίπτει τόσο το Ντε Γκολ όσο και τον Στάλιν. Τα έργα του παίζονται στα θέατρα, αλλά πολλά του δοκίμια λοιδορούνται από την αριστερή διανόηση, όπως και η άκαμπτη στάση του στο ζήτημα της Αλγερίας, που είναι η ειρηνική συνύπαρξη Γάλλων και Αλγερινών σε ένα καθεστώς Ελευθερίας.
Στις 3 Ιανουαρίου του 1959 σκοτώνεται σε αυτοκινητιστικό, την στιγμή που είχε τα χειρόγραφα ενός ημιτελούς έργου, με τον τίτλο «Πρώτος Άνθρωπος». Τραγική ειρωνεία ότι στο δοκίμιο που έγραψε για το παράλογο, με εκδότη τον Γκαλιμάρ, έγραφε ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο παράλογο από τον θάνατο σε ένα τροχαίο ατύχημα. Οδηγός του αυτοκινήτου, ο γιος του Γκαλιμάρ, που χάνει τον έλεγχο του αυτοκινήτου και προσκρούει σε ένα δέντρο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου